κήρωσιν

κήρωσιν
κήρωσις
material of bees-wax
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κήρωσις — κήρωσις, η (Α) [κηρώ] 1. το υλικό, η ουσία τού κεριού τών μελισσών («κήρωσιν δὲ φέρουσιν ἀπὸ τοῡ δακρύου τῶν δένδρων», Αριστοτ.) 2. η επικάλυψη με κερί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”